τρικυμίας

τρικυμίας
τρικῡμίᾱς , τρικυμία
group of three waves
fem acc pl
τρικῡμίᾱς , τρικυμία
group of three waves
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακραφετώ — αφήνω στη θάλασσα (κν. αμολάρω) την αλυσίδα και την άγκυρα που βρίσκεται στην άκρη της, λόγω τρικυμίας ή άλλης ανάγκης που επιβάλλει άμεσο απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα από τη ναυτική ορολογία < *ακράφετος < ακρο (πρβλ. ακρο (Ι) + άφετος* (<… …   Dictionary of Greek

  • αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • κατάκλιτος — η, ο (Α κατάκλιτος, ον) [κατακλίνω] νεοελλ. 1. ο πλαγιαστός 2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίας αρχ. 1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ …   Dictionary of Greek

  • κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… …   Dictionary of Greek

  • κύβερνος — κύβερνος, ό (AM, Μ και κυβερνός) κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος («κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας», Γρηγ. Ναζ.) μσν. αυτός που κυβερνά πολιτεία, ο διοικητής …   Dictionary of Greek

  • μπότζι — και μπόντζι, το ναυτ. ο διατοιχισμός τού πλοίου λόγω τρικυμίας, η κίνηση τού πλοίου προς τα επάνω ή προς τά κάτω περί τον διαμήκη άξονά του, λόγω μέτριου ή ισχυρού ανέμου που πνέει κάθετα ή πλάγια στις πλευρές του, καθώς και λόγω κυματισμού που… …   Dictionary of Greek

  • παρακυλώ — άω 1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ 2. κυλώ κάτι υπερβολικά 3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα,… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”